- νεανίζω
- νεανίζωpres subj act 1st sgνεανίζωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεανίζω — (ΑΜ νεανίζω) [νεανίας] είμαι νέος ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι ανώριμος νέος, δηλ. συμπεριφέρομαι με αλαζονικό και απερίσκεπτο τρόπο … Dictionary of Greek
νεανίζει — νεανίζω pres ind mp 2nd sg νεανίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίζουσαι — νεανίζω pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανιζούσας — νεανιζούσᾱς , νεανίζω pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) νεανιζούσᾱς , νεανίζω pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανιῶν — νεᾱνιῶν , νεανίης masc gen pl νεανίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)